Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οδούρης — ὁδούρης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὁδοῡ ἄρχων ἤ κατάρχων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁδουρός, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
ὁδούρης — ὁδουρέω keep imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)